ασφαλτικός

ασφαλτικός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στην άσφαλτο
2. ο κατασκευασμένος από άσφαλτο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ασφαλτικός — ή, ό αυτός που έχει να κάνει με την άσφαλτο: Ο ασφαλτικός τάπητας ήταν λεπτός, γι αυτό χάλασε τόσο γρήγορα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… …   Dictionary of Greek

  • τάπητας — ο 1. παχύ μάλλινο ύφασμα για στρωσίδι δαπέδου ή τοίχου, χαλί, ταπέτο. 2. ό,τι χρησιμεύει για επίστρωση ή μοιάζει με χαλί: Ασφαλτικός τάπητας του δρόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”